μοναρχικός

μοναρχικός
μοναρχ-ικός, ή, όν,
A monarchical,

πολιτεία Pl.Lg.756e

; τὸ μ., = μοναρχία, ib.693e; [

πολιτεία] ἔχουσα μοναρχικὸν οὐδέν Arist.Pol.1266a6

;

ἐξουσία -κωτέρα Plb.10.26.2

.
2 of persons, inclined to monarchy, App.BC 5.54. Adv. [comp] Comp. -

κώτερον Plu.Num.2

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοναρχικός — monarchical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικός — ή, ό (ΑΜ μοναρχικός, ή, όν) [μόναρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονάρχη ή στη μοναρχία («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ασπάζεται την ιδέα τής… …   Dictionary of Greek

  • μοναρχικός — ή, ό ο σχετικός με τη μοναρχία ή το μονάρχη: Μοναρχικό καθεστώς. ο θηλ. ή ο οπαδός του μοναρχικού πολιτεύματος: Οι μοναρχικοί διαδήλωσαν για την επιστροφή του βασιλιά στη χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναρχικώτερον — μοναρχικός monarchical adverbial comp μοναρχικός monarchical masc acc comp sg μοναρχικός monarchical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικῶν — μοναρχικός monarchical fem gen pl μοναρχικός monarchical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικόν — μοναρχικός monarchical masc acc sg μοναρχικός monarchical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικαῖς — μοναρχικός monarchical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικαί — μοναρχικός monarchical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικοί — μοναρχικός monarchical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικοῦ — μοναρχικός monarchical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικῆς — μοναρχικός monarchical fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”