μοναρχικός — monarchical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχικός — ή, ό (ΑΜ μοναρχικός, ή, όν) [μόναρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονάρχη ή στη μοναρχία («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ασπάζεται την ιδέα τής… … Dictionary of Greek
μοναρχικός — ή, ό ο σχετικός με τη μοναρχία ή το μονάρχη: Μοναρχικό καθεστώς. ο θηλ. ή ο οπαδός του μοναρχικού πολιτεύματος: Οι μοναρχικοί διαδήλωσαν για την επιστροφή του βασιλιά στη χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναρχικώτερον — μοναρχικός monarchical adverbial comp μοναρχικός monarchical masc acc comp sg μοναρχικός monarchical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχικῶν — μοναρχικός monarchical fem gen pl μοναρχικός monarchical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχικόν — μοναρχικός monarchical masc acc sg μοναρχικός monarchical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχικαῖς — μοναρχικός monarchical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχικαί — μοναρχικός monarchical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχικοί — μοναρχικός monarchical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχικοῦ — μοναρχικός monarchical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχικῆς — μοναρχικός monarchical fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)